«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Είναι το μηδέν άρτιος αριθμός;




Για την αντιμετώπιση της έλλειψης καυσίμων, μετά την καταιγίδα Sandy, ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael Bloomberg εισήγαγε την πώλησή τους με δελτίο στις 8 Νοεμβρίου του 2012, με την παρακάτω ανακοίνωση:

«Οι οδηγοί στη Νέα Υόρκη που έχουν πινακίδες που λήγουν σε μονό αριθμό ή σε γράμμα ή σε άλλο χαρακτήρα, θα είναι σε θέση να αγοράζουν αέριο ή πετρέλαιο μόνο τις ημέρες με μονό αριθμό, όπως αύριο, που συμβαίνει να είναι η 9 του μηνός.
Εκείνοι με πινακίδες που τελειώνουν σε ζυγό αριθμό, ή τον αριθμό μηδέν, θα είναι σε θέση να αγοράζουν φυσικό αέριο ή ντίζελ, μόνο τις ημέρες με ζυγό αριθμό, όπως το Σάββατο 10 Νοεμβρίου».

Η χρήση της φράσης «ζυγό αριθμό, ή τον αριθμό μηδέν» υπονοεί ότι το μηδέν δεν είναι άρτιος αριθμός. Από την άλλη πλευρά, ο δήμαρχος τοποθέτησε το μηδέν μαζί με τους ζυγούς αριθμούς, οπότε σίγουρα δεν θεωρούσε ότι είναι περιττός αριθμός.

Τελικά, 
τι αριθμός είναι το μηδέν: άρτιος ή περιττός;
Για τους μαθηματικούς, η απάντηση είναι εύκολη: το μηδέν είναι άρτιος αριθμός. Μάλιστα πολλοί θεωρούν ότι το μηδέν είναι ο πιο άρτιος αριθμός από όλους. Οι υπόλοιποι από εμάς ίσως να μην αισθάνονται απόλυτα σίγουροι γι' αυτό...

Σύμφωνα με τον Dr James Grime του Πανεπιστημίου του Cambridge, πειράματα στη δεκαετία του 1990 έδειξαν ότι οι άνθρωποι καθυστερούν κατά 10% περισσότερο για να αποφασίσουν κατά πόσον το μηδέν είναι μονός ή ζυγός αριθμός, από ότι για άλλους αριθμούς.

Επίσης, τα παιδιά έχουν μια ιδιαίτερη δυσκολία στο να αναγνωρίσουν, αν το μηδέν είναι μονός ή ζυγός αριθμός. «Μια έρευνα σε παιδιά του δημοτικού, στη δεκαετία του 1990, έδειξε ότι περίπου το 50% πίστευε ότι το μηδέν είναι άρτιος, περίπου το 20% πίστευε ότι ήταν περιττός και το υπόλοιπο 30% πίστευε ότι δεν ήταν τίποτα από τα δύο, ή δεν ήξεραν τι να απαντήσουν», εξηγεί ο Dr Grime.

Γιατί, λοιπόν, μαθηματικά, το μηδέν είναι άρτιος αριθμός; Επειδή κάθε ακέραιος αριθμός που διαιρείται δια του δύο, με αποτέλεσμα έναν άλλο ακέραιο, είναι άρτιος. Το μηδέν περνά αυτό το τεστ γιατί μπορείτε να το διαιρέσετε δια του δύο και να πάρετε πάλι το μηδέν.

Το μηδέν έχει επίσης περιττούς αριθμούς εκατέρωθεν (-1 και 1) και έτσι περνά άλλη μια δοκιμασία για να χαρακτηριστεί ως άρτιος αριθμός.

Στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα επιχείρημα ότι το μηδέν είναι ο πιο άρτιος αριθμός από όλους. Ένας αριθμός που είναι «διπλά άρτιος» είναι αυτός που μπορεί να διαιρεθεί από το δύο και το αποτέλεσμα μπορεί να διαιρεθεί από το δύο και πάλι (πχ. το 12). Το μηδέν μπορεί να διαιρεθεί από το δύο, όχι μόνο δύο, αλλά άπειρες φορές και το αποτέλεσμα θα είναι πάντα ένας ακέραιος αριθμός, το μηδέν.

Πάντως, ακόμη και οι μαθηματικοί χρειάστηκαν κάποιο χρόνο για να συμφωνήσουν σχετικά με το θέμα.

Καταρχήν, το μηδέν δεν αναγνωριζόταν καν ως αριθμός. Οι Βαβυλώνιοι και οι αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν απλά για την διάκριση μεταξύ μικρών και μεγάλων αριθμών, πχ. 26 και 206. Πριν από αυτό, οι άνθρωποι μπορούσαν να καταλάβουν πόσο μεγάλος ήταν ένας αριθμός μόνο από τα συμφραζόμενα.

Κατά τον 13ο αιώνα, ο Ιταλός μαθηματικός Φιμπονάτσι
ήταν ο πρώτος που διέδωσε τους αραβικούς αριθμούς, τους αριθμούς που χρησιμοποιούμε σήμερα, στην Ευρώπη. Αυτός ταξινόμησε το 1 ως 9 ως αριθμούς, και το 0 ως «σημάδι».

Τότε ξεκίνησε και η διαμάχη για το αν το μηδέν είναι ένας αριθμός σαν όλους τους άλλους και αν μπορεί να έχει τις ιδιότητες που έχει ένας αριθμός. Για παράδειγμα, περιττότητα ή αρτιότητα.

«Δεν ήταν παρά το 1.600 που το μηδέν έγινε πραγματικά αποδεκτός ως ένας άρτιος αριθμός, μετά από έντονες διαμάχες και συζητήσεις», λέει ο Grime.

Για περισσότερα από 1.000 χρόνια οι μαθηματικοί είχαν δυσκολίες με τον αριθμό μηδέν και οι μη μαθηματικοί είναι ακόμα και σήμερα συχνά αβέβαιοι για το πώς να τον ταξινομήσουν.

Έτσι, ο δήμαρχος Bloomberg μάλλον είχε κάθε λόγο να διευκρινίσει στους Νεοϋορκέζους ότι τοποθετούσε το μηδέν μαζί με τους (άλλους) ζυγούς αριθμούς.


Πηγές
BBC
YouTube

πηγή-gravitonio
Διαβάστε περισσότερα... »

Ο Μαίανδρος ως σύμβολο της Αρχαίας Ελλάδος και η χειρώνειος ή μαιάνδριος λαβή


Το αρχαιότερο ελληνικό σύμβολο ο Μαίανδρος αποτελεί σύμβολο Νίκης και Ενότητας,
σύμβολο του Άπειρου και της Αιώνιας Ζωής, αλλά και της αέναης πορείας μας μέσα στον κόσμο. Εμπνευσμένος, κατά την άποψη κάποιων ακαδημαϊκών, από τις πολυάριθμες στροφές του ποταμού Μαιάνδρου, ο οποίος έχει συνολικό μήκος πάνω από 500 χιλιόμετρα, θα αποτελέσει ένα από τα ιστορικότερα σύμβολα του Ελληνικού Κόσμου και θα ονομαστεί και Ελληνικό Κλειδί, καθώς δηλώνει την ελληνική καταγωγή όλων των πραγμάτων που τον φέρουν πάνω τους!

Μπορεί σαν σύμβολο να χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην διακόσμηση, ουσιαστικά όμως
είναι σφραγίδα Ελληνική, καθώς τα περισσότερα αρχαία ελληνικά αντικείμενα φέρουν το σχέδιο του Μαιάνδρου. Σαν σχήμα δεν θα λείψει ούτε και από την Ακρόπολη. Μπορεί να είναι γέννημα των προϊστορικών χρόνων, ωστόσο θα αναγεννηθεί και θα πάρει την κύρια, αλλά όχι και μοναδική μορφή του κατά τους Γεωμετρικούς Χρόνους.



Σύμβολο όλων των Ελλήνων ο Μαίανδρος, καθώς θα χρησιμοποιηθεί σε αγγεία,
ναούς, μνημεία, γλυπτά, αντικείμενα, πολεμικά όπλα και πανοπλίες, ενδύματα σε όλα τα μήκη και πλάτη του Ελληνικού Κόσμου. Το ίδιο σχήμα υπάρχει και στην περίφημη ασπίδα του Φιλίππου του Β΄. 

Μέσω της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εμφανίζεται και στον Βυζαντινό Πολιτισμό. Αποτελεί λοιπόν ο Μαίανδρος ένα από τα κορυφαία Ελληνικά σύμβολα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στις σπουδαιότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας!

Η αίσθηση του άπειρου, του ατελείωτου αφ΄ ενός, αλλά και της ακρίβειας και ολοκλήρωσης, 
αφ΄ ετέρου, χαρακτηρίζουν τον ελληνικό πολιτισμό. Ήδη από την κλασσική αρχαιότητα ο μαίανδρος εκπροσώπησε την εικαστική έκφραση της πεμπτουσίας της αρχαίας ελληνικής σκέψης – αρμονική ταύτιση των αντιθέτων στον ανώτερο δυνατό βαθμό.

Στην αρχαιότητα το σύμβολα αυτό απεικόνιζε την ατελείωτη ροή του χρόνου και το ολοκληρώσιμο
των επαναλαμβανόμενων χρονικών κύκλων. Το νερό ως πηγή ζωής (εκ του ποταμού Μαιάνδρου, σημερινή τουρκική ονομασία Menderes) και ο αναπόφευκτος μαρασμός, ο θάνατος, που ταυτόχρονα αποτελεί και γέννημα μίας καινούριας αρχής.

Οι αινιγματικές και άγνωστες περιπέτειες της μοίρας και η κίνηση προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση,
από το σημείο γέννησης και εκκίνησης προς τους ευρείς ορίζοντες του αγνώστου – παραλληλισμός με την πορεία του ελληνισμού σε ολόκληρο τον κόσμο.

Στην μυθική επιλογή του Ηρακλή, μαιάνδριο σχήμα είχε ο δύσκολος δρόμος της Αρετής
(σε αντίθεση με της Κακίας, που ήταν ευθεία), με τους μαιάνδρους να συμβολίζουν τις δομημένες δυσκολίες της ζωής, που καλείται να ξεπεράσει οξύνοντας το πνεύμα του ο άνθρωπος για να πλησιάσει το ιδανικό.



Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο μαίανδρος αποτελεί ευρύτερα διαδεδομένο σύμβολο,
τόσο από γεωγραφικής όσο και από χρονολογικής άποψης, που ανιχνεύεται όπου έχει εμφανιστεί ευρωπαϊκού τύπου Πολιτισμός.

Παρουσιάζεται στην πλειονότητα αρχαίων έργων τέχνης, σε αγγεία, οικοδομήματα, επιγραφές.
Ο μαίανδρος (ή αλλιώς Ελληνικό κλειδί) ήταν και είναι το σύμβολο της αιώνιας ζωής και του αέναου περάσματός μας πάνω σε αυτό τον κόσμο. Η σημαντικότερη παρουσία του μαίανδρου είναι αυτή στο γενετικό υλικό (μαίανδρος-σπείρα).

Με το όρο μαίανδρος ή ελληνική κλείδα εννοείται στην αρχιτεκτονική και την αρχαιολογία
η ταινιωτή διακόσμηση -σύνθεση ευθειών- που ενώνονται μεταξύ τους σε ορθές γωνίες ή τέμνονται διαγώνια. Το μαιανδρικό μοτίβο, σεδιάφορες παραλλαγές του, χρησιμοποιείτο συχνά κατά την αρχαιότητα για τη διακόσμηση της ζωφόρου των ναών. Παραλλαγή του είναι ο μαίανδρος που χρησιμοποιεί σπειροειδή επαναλαμβανόμενα μοτίβα (5) και η βιτρούβια έλιξ (γλωσσίδα), ένα επαναλαμβανόμενο καμπυλόγραμμο κυματοειδές μοτίβο.

Τα αρχαιότερα μνημεία, πάνω στα οποία κατ’ αρχάς συναντάται αυτό το γραμμικό κόσμημα,
είναι πολλοί τάφοι στην Μικρά Ασία και μάλιστα ο λεγόμενος τάφος του Μίδα στη Φρυγία, του οποίου η λίθινη πρόσοψη είναι πλήρως διακοσμημένη από μαιάνδρους. 

Επίσης συναντάται πάνω σε αγγεία της γεωμετρικής εποχής, όπου φαίνεται ότι είναι εξέλιξη της συνεχόμενης σπείρας των μυκηναϊκών χρόνων. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτού του θέματος κατά την εν λόγω εποχή παρέχουν τα λεγόμενα αγγεία του Διπύλου, που βρίσκονται εκτεθειμένα στο αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας.



Ο μαίανδρος, ο οποίος παρουσιάζεται πάνω σε αυτά τα αγγεία, αρχικά είχε τη μορφή απλής θλαστής γραμμής,
της οποίας τα τμήματα διευθύνονται οριζοντίως και καθέτως εναλλάξ. Κατά την ελληνιστική περίοδο αυτός ο τύπος γίνεται πολυπλοκότερος, η θλαστή γραμμή διπλασιάστηκε και πληρώθηκαν τα σχηματιζόμενα τετράγωνα που σχηματίζονταν μεταξύ των γραμμών από στιγμές ή σταυρούς ή άλλα παρεμφερή θέματα. Η χρήση όμως αυτού του γραμμικού σχήματος γίνεται όχι μόνο για την διακόσμηση των αγγείων, αλλά και των ναών και των ενδυμάτων.

Στους ναούς κοσμούνταν από μαίανδρο, συνήθως έγχρωμο, τα επιστύλια, τα ακρωτήρια και τα φατνώματα
της οροφής και οι κίονες, στα ενδύματα δε οι παρυφές. Ωραίο παράδειγμα μαιάνδρου πάνω σε ενδύματα παρέχουν οι κόρες της Ακροπόλεως. Τα αρχαϊκά πώρινα και μαρμάρινα γυναικεία αγάλματα που βρίσκονται στο μουσείο της Ακροπόλεως.

Ο πέπλος, τον οποίο φέρουν οι μορφές αυτές, διακοσμούνταν κατά τις παρυφές με άλλα χρωματιστά κοσμήματα
(σταυρούς, ρόδακες, άνθη) και με μαιάνδρους. Το γεωμετρικό αυτό σχήμα διατηρήθηκε και κατά την αλεξανδρινή εποχή και μεταδόθηκε και στην Ιταλία. Χαρακτηριστικό πρώϊμου μαίανδρου παρουσιάζουν πολλά αγγεία που βρέθηκαν στην Villanova, πάνω στα οποία ο μαίανδρος είναι ακόμα απλός και βαρύς, στερούμενος την ωραιότητα που χαρακτηρίζει τον διπλό μαίανδρο (γνωστό σήμερα ως σβάστικα) της ελληνικής τέχνης.


Η χειρώνειος ή μαιάνδριος λαβή
Ένας θνητός που νίκησε μια θεά και την παντρεύτηκε είναι ο βασιλιάς της Φθίας ο Πηλέας. Κάποτε στο φως του φεγγαριού είδε μια πανώρια θεά να χορεύει μαζί με τις κόρες των νερών (Νηριήδες: κατοπινές νεράιδες). Ήταν η θεά Θέτιδα που η προφητεία του Προμηθέα την ανάγκαζε να παντρευτεί θνητό, ώστε να μη γεννηθεί αυτός που θα ανέτρεπε τον παντοδύναμο Δία.

Ο Πηλέας τυρανιόταν απ’ τη θεϊκή ομορφιά, αλλά πως μπορούσε αυτός θνητός ν’ αποκτήσει τη Θέτιδα που ήταν μια θεά; Ρώτησε όμως γι’ αυτό τον σοφότατο Χείρωνα που κατοικούσε ψηλά στο Πήλιο. «Εκείνος τον ορμήνεψε στο ίδιο μέρος σαν τη δει, τη νύχτα να χορεύει, να την αρπάξει όσο γίνεται σφιχτά στην αγκαλιά του». Να μην αφήνει τη λαβή όσο εκείνη κι αν άλλαζε μορφές: «κι ας γίνει φίδι, λιοντάρι ή φωτιά, νερό για να ξεφύγει».

Ο Πηλέας στο πάθος του για τη θεά ξεπέρασε και νίκησε καρτερικά όλες τις θυμωμένες μεταμορφώσεις της, κρατώντας την με μια λαβή σφιχτά στην αγκαλιά του.

Το υπέροχο αυτό θέμα απεικονίζεται έξοχα στο εσωτερικό ερυθρόμορφης κύλικας 101 του 500 π.Χ., που τώρα βρίσκεται στο μουσείο του Δυτικού Βερολίνου. Η έξοχη αυτή απεικόνιση παρουσιάζει τον Πηλέα, να αψηφά τα φίδια της θεϊκής μεταμόρφωσης που τον δαγκώνουν παντού, καθώς και το λιοντάρι που ωρύεται γαντζωμένο στην πλάτη του. Ο Πηλέας νικά την πεντάμορφη θεά χρησιμοποιώντας τη “Χειρώνιο λαβή”, τον μαίανδρο, το διάσημο αρχαιοελληνικό σύμβολο. Η χειρώνειος λαβή έμεινε στην ιστορία και χρησιμοποιείται ακόμα στο άθλημα της πάλης για να δέσει ο ένας αντίπαλος τον άλλο.




Τα λεξικά πράγματι επιμένουν στη στερεότυπη άποψη, πως μαίανδρος είναι “το διακοσμητικό σχήμα που υπενθυμίζει τους ελιγμούς του ποταμού της Καρίας Μαίανδρου, όπου πρωτοευρέθη και εκ του οποίου έλαβε το όνομα”.

Μπορεί να πήρε το όνομα απ’ τον ποταμό πλησίον του οποίου πρωτοευρέθη,
αλλά είναι ολότελα ανόητο να πιστεύουμε ότι τα απανταχού της γης ελληνοπρεπή αυτά ευρήματα, απεικονίζουν με πάθος τις χάρες και τους “ελιγμούς” ενός άγνωστου εν πολλοίς ποταμού.

Απ’ το πλήθος των αρχαιοελληνικών αγγειογραφικών αναπαραστάσεων
σαφώς διαφαίνεται ότι η λαβή αυτή, η χειρώνιος λαβή ή χειρώνιο πλέγμα ή όπως αλλιώς κι αν αποκαλείτο η συγκεκριμένη αυτή λαβή στο παρελθόν, αποτελούσε το ιδιαίτερο ίσως και ιεροπρεπές έμβλημα των θεομάχων Ελλήνων ηρώων!

Την “μαιάνδριο λαβή” όπως δικαίως πλέον θα την αποκαλούμε, τη χρησιμοποιεί κατ’ επανάληψη
ο κατ’ εξοχήν θεομάχος Ηρακλής, όπως φαίνεται ξεκάθαρα απ’ την αριστουργηματική απεικόνιση της πάλης του Ηρακλή με τον Τρίτωνα σε αγγειογραφία του 550 Π.χ. (Μουσείο Ταρκυνίας. που όμως μπορεί να θαυμάσει κανείς και στον 30 τόμο Ελλ. Μυθο του Ρ. Γκρείβς σελ. 217) όπου βλέπουμε τον Τρίτωνα να πασχίζει μάταια ν’ ανοίξει τα κλειδωμένα με την μαιάνδριο λαβή δάχτυλα του ανίκητου ήρωα, μπροστά από το στήθος του!



Την ολοφάνερη σχέση διακοσμητικού μαιάνδρου και μαιάνδριας λαβής μπορεί κανείς εύκολα
να διαπιστώσει στο σύμπλεγμα Πηλέα και Θέτιδας όπου η αξία της εν λόγω λαβής στο κέντρο της παράστασης υπερτονίζεται στεφανωμένη ολόγυρα απ’ τον σχηματοποιημένο πλέον μαιάνδριο συμβολισμό. Επίσης δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι πλήθος αγγειογραφιών που υπαινίσσονται θεϊκή ήττα, στεφανώνονται συχνά από μαίανδρο!

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι δεν είναι καθόλου τυχαία η ευρύτατη διάδοση κατά την αρχαιότητα
του παραπάνω μαιανδρικού συμβολισμού. Αποτελούσε ένα διαχρονικό δώρο των μυθολογικών χρόνων, στους κλασικούς και νεότερους χρόνους των μεσογειακών απογόνων του Έλληνα. Μια γραμμική παραγγελία των προγόνων μας, για μάχη ενάντια στο αδύνατο!

Μια υπέροχη σχηματική υπενθύμιση ότι στα δύο σου χέρια κρατάς το μυστικό της νίκης
κι αν μόνο τα δικά σου δεν επαρκούν, τότε ένωσέ τα με άλλους σ’ ένα αρμονικό αδιάσπαστο σύνολο ελληνοπρεπούς, νικηφόρας, μαιανδρικής αλυσίδας.


Αλιευθέν
Διαβάστε περισσότερα... »

Τι μπορεί να μάθει ένας πολιτικός από τις "Βάκχες" του Ευριπίδη;



Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τον θεσμό της αρχαιοελληνικής πόλης.
Σε αντίθεση με τους Περσικούς πολέμους, που όλοι μαζί αντιμετώπισαν με αξιοθαύμαστη γενναιότητα τον εξωτερικό εχθρό, τώρα στρέφονται η μία πόλη εναντίον της άλλης, διαλύοντας ό,τι είχε επιτύχει η ενότητα.

Η περιγραφή του Θουκυδίδη είναι αποκαλυπτική, όταν περιγράφει τη συμπεριφορά των Αθηναίων,
από τον πρώτο κιόλας χρόνο του πολέμου, μετά το πρώτο κύμα του λοιμού: 


«... οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιος ο βίος, έσπευδαν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να υποβληθεί σε οποιονδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε θα φάνταζε χρήσιμο, επειδή σκεφτόταν πως μπορούσε να πεθάνει πριν ολοκληρώσει αυτό για το οποίο θα κοπίαζε. 

Κατάντησε να θεωρείται καλό και ωφέλιμο, το άμεσο κέρδος και η ευχαρίστηση της στιγμής. Δεν τους συγκρατούσαν ούτε ο φόβος των θεών ούτε οι ανθρώπινοι νόμοι».

Μέσα στον εμφύλιο σπαραγμό, η πολιτική τάξη διασαλεύτηκε, καθώς οι πολιτικοί ηγέτες
δεν ενδιαφέρονταν πλέον για το κοινό καλό. Δημοφιλείς γίνονταν όσοι ούρλιαζαν έξαλλα και ο κομματικός φανατισμός έγινε αξία ισχυρότερη από τους οικογενειακούς δεσμούς. 


«Οι αρχηγοί των κομμάτων πρόβαλλαν ωραία συνθήματα», γράφει ο Θουκυδίδης: Ισότητα των πολιτών ευαγγελιζόταν οι δημοκρατικοί, σωφροσύνη των αριστοκρατών έταζαν οι ολιγαρχικοί. 

Η κτηνώδης, όμως, συμπεριφορά της μίας παράταξης προς την άλλη, φανέρωνε πως ήταν μόνο συνθήματα. 

Κι έτσι, «το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο κι εξαφανίστηκε» (Ιστορία, ΙΙ και ΙΙΙ).


Δεν είναι παράξενο που η δεύτερη δημοκρατία, μετά το τέλος του πολέμου, ήταν προβληματική και ανίκανη να θεραπεύσει τις πληγές. Η μεγάλη στροφή από το «εμείς» στο «εγώ» είχε επιτευχθεί και εξελισσόταν γοργά, καθώς οι αξίες της πόλης, στην οποία τα πάντα μεταβάλλονται συνεχώς προκαλώντας ανασφάλεια και φόβο, εγκαταλείπονται.




Η αλλαγή αυτή αποτυπώθηκε έντονα και στη θρησκευτικότητα. Σιγά–σιγά οι μυστηριακές, φυσικές λατρείες που κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού είχαν ενσωματωθεί στις αστικές τελετές, άρχισαν να αναβιώνουν. Οι ταλαιπωρημένοι Έλληνες αναζήτησαν την χαμένη ενότητα και ασφάλεια στις αρχέγονες, χαρούμενες και εκστατικές λατρείες, εισάγοντας νέες θεότητες από την Ανατολή. 

Αυτό συνέβη και με τη λατρεία του Διονύσου, που αν και πανάρχαιος, επανεμφανίζεται,
ταυτισμένος με τον Σαβάζιο, ως θεότητα της Λυδίας. Στην ελληνική παράδοση είναι γιος του Δία και της εγγονής του βασιλιά Κάδμου, του γενάρχη των Θηβαίων.


Πουθενά δεν ήταν εντονότερο το αίσθημα της συλλογικότητας της πόλης όσο στο θέατρο, μία καθαρά διονυσιακή έμπνευση.

Η ταύτιση με τον ήρωα που αγωνίζεται προϋποθέτει την εκμηδένιση της ατομικότητας μέσα στο σύνολο. Ή όπως γράφει ο Νίτσε στη «Γέννηση της τραγωδίας»: «Ο ήρωας (της τραγωδίας) είναι ο Διόνυσος των Μυστηρίων που υποφέρει, ο θεός που νιώθει μέσα του τις οδύνες της εξατομίκευσης».

Και ο Διόνυσος ανεβαίνει για πρώτη φορά στη σκηνή του θεάτρου στις Βάκχες του Ευριπίδη. Ως τότε, οι θεοί εμφανίζονται μόνο «από μηχανής», επάνω στο θεολογείο. Τώρα όμως, το 405 π.Χ, που διδάσκεται αυτό το δράμα, είναι η ώρα να διερευνηθούν αυτές οι οδύνες, του ανθρώπου που μαθαίνει να ζει μακριά από την ασφάλεια του συνόλου, αντιμετωπίζοντας τον εαυτό του ως μονάδα.


Η Υπόθεση
Ο Πενθέας, ο νεαρός βασιλιάς της Θήβας (εγγονός και αυτός του Κάδμου), είναι πραγματιστής, αντιπροσωπευτικό δείγμα του σκληροπυρηνικού ορθολογιστή του 5ου αιώνα, που καμαρώνει για την αδούλωτη στις δεισιδαιμονίες σκέψη του. Φυσικά, δεν δέχεται καν την ύπαρξη ούτε του Διονύσου ούτε κανενός άλλου θεού. 

Αλλά ο Διόνυσος, έχει έρθει από την Ανατολή για να εδραιώσει στον τόπο αυτό την λατρεία του,
η οποία έχει παραγκωνιστεί εξαιτίας των νέων ηθών. Στην αρχή είναι μεταμφιεσμένος, ώστε να μην καταλάβει κανείς πως είναι ο θεός. 




Ο Πενθέας συνέλαβε όσες γυναίκες, πιστές του Διονύσου βρήκαν οι άνθρωποί του στο βουνό και χλευάζει τον παππού του και τον μάντη Τειρεσία που «βακχεύουν», μένοντας πιστοί στην αρχαία λατρεία. 

Ο Τειρεσίας προσπαθεί να τον συνετίσει: « ... δύο πρόσωπα είναι τα πιο σπουδαία στον κόσμο: το ένα είναι η θεά Δήμητρα –η γη, πες την εσύ με όποιο όνομα θέλεις – κι αυτή με τους ώριμους καρπούς τρέφει τους θνητούς· το άλλο αυτός ήρθε μετά· ο γιος της Σεμέλης βρήκε κι έφερε στους θνητούς το υγρό ποτό του σταφυλιού, που διώχνει τη λύπη απ’τους ταλαίπωρους ανθρώπους».

«Ο ίδιος αυτός ο θεός προσφέρεται ως σπονδή στον Δία για το καλό των ανθρώπων»,
συνεχίζει ο Τειρεσίας, αλλά ο Πενθέας είναι εξαγριωμένος! Ούτε στα λόγια του πατέρα του πείθεται , όταν τον παρακαλεί να είναι τουλάχιστον συγκαταβατικός κι ας μην πιστεύει ο ίδιος. Ο νεαρός βασιλιάς είναι αποφασισμένος να καταστρέψει ό,τι και όποιον σχετίζεται με τούτον τον θεό που παρασύρει τις γυναίκες στην ερωτική ακολασία και ανατρέπει την τάξη. 

Συλλαμβάνει τον παράξενο ξένο (που δεν ξέρει ακόμα πως είναι ο Διόνυσος), μέχρι να μαζέψει
από τον Κιθαιρώνα όλες τις γυναίκες που επιδίδονται στη λατρεία του (τις Βάκχες), αλλά εκείνος σπάει τα δεσμά και βγαίνει από τη φυλακή. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά φτάνει και η είδηση πως ανάμεσα στις Βάκχες που εντόπισαν στο βουνό ήταν και η Αγαύη, η μητέρα του Πενθέα. Αυτός όμως, ούτε τώρα αλλάζει γνώμη.

Ο Διόνυσος θα οδηγήσει τον Πενθέα στην παράνοια. Θα τον ντύσει με ρούχα γυναικεία και θα τον οδηγήσει στον Κιθαιρώνα. Εκεί υπό την επήρεια της ιερής μανίας, η Αγαύη με τις αδερφές της θα τον διαμελίσουν. Η κατάληξη είναι δραματική τόσο για τον Πενθέα όσο και για την οικογένειά του, που εξορίζεται από την Θήβα (εκτός από τον Κάδμο και τη σύζυγό του, που λαμβάνουν την υπόσχεση πως, μετά από πολλά βάσανα, θα κατοικήσουν στη χώρα των Μακάρων). 

Και ο χορός κλείνει το έργο με τα εξής λόγια:

«πολλά τα τελειώνουν απροσδόκητα οι θεοί. Όσα απ’τον νου μας πέρασαν, δεν έγιναν και για εκείνα που δεν ελπίζαμε βρήκε τρόπο ο θεός».


Πίσω από τον μύθο

Ο Διόνυσος προσφέρει απλόχερα την ελευθερία από τα δεσμά του πολιτισμού σε όλους, ακόμα και στους δούλους. Δεν έχει ούτε ιερείς ούτε μάντεις. Είναι ανατρεπτικός, αχαλίνωτος και ανάλγητος, όπως η φύση. Είναι αυτό που πρόκειται να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος έξω από την ασφάλεια της πόλης.

Σωστά είχε πει ο Αριστοτέλης πως αν κάποιος ζει εκτός της πόλης, δεν μπορεί να είναι άνθρωπος. Είναι είτε θηρίο είτε θεός. 

Ο Πενθέας χειρίστηκε το ζήτημα επιπόλαια. 

Υπερεκτίμησε την δύναμη του ορθολογισμού και υποτίμησε τη δύναμη των άλογων δυνάμεων του ανθρώπινου πνεύματος, ακόμα και του δικού του. 

Γιατί ο Διόνυσος κατόρθωσε, χρησιμοποιώντας το υπερ-όπλο του ορθολογισμού, την πειθώ, να τον πείσει να υποκύψει στις δικές του άλογες ορμές. Και το διδάσκει αυτό ο «αρχιερέας» του ορθολογισμού, ο ποιητής του διαφωτισμού, ο Ευριπίδης! 

Την ανάγκη να ξεκουράζεται το ανθρώπινο πνεύμα, εντρυφώντας στην Διονυσιακή εμπειρία,
υποδήλωνε η λατρεία από κοινού στους Δελφούς του γλεντζέ Διονύσου και του ορθολογιστή Απόλλωνα. 


Ο άνθρωπος ως μονάδα, μέσα από τη φαντασία γνωρίζει τα μυστικά της ψυχής του, χαλαρώνει, ενδυναμώνεται και ύστερα είναι έτοιμος να δημιουργήσει και να μεγαλουργήσει για τη δική του πρόοδο, αλλά και της κοινότητας. Λατρεύει τον Διόνυσο για να προσεγγίσει και να κατανοήσει τον Απόλλωνα.

Αλλά πρέπει να το κάνει προσεκτικά, όπως επισημαίνει ο Νίτσε: «Από το διονυσιακό θεμέλιο
δεν πρέπει να εισχωρήσει στη συνείδηση του ανθρώπου τίποτα παραπάνω απ΄ό,τι μπορεί να ξεπεράσει πάλι από την απολλώνια δύναμη της μεταμόρφωσης».



Μία σκέψη ακόμα...

Σε περιόδους έντονης ανησυχίας και δυστυχίας, οι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούν να τιθασεύσουν με τη δύναμη της λογικής. Θυμώνουν, αρνούνται να σκεφτούν, να εξετάσουν. Εύκολα στρέφονται προς το παλιό, το γνωστό, το ασφαλές, οτιδήποτε τους κάνει να νιώθουν σημαντικοί και χαρούμενοι. 

Ίσως, αυτό που θέλει να πει ο Ευριπίδης στους Αθηναίους είναι πως ο συνετός ηγέτης καλά θα κάνει να μην χλευάζει αυτή την επιλογή. Πως πουθενά δεν οδηγεί η επίδειξη ορθολογισμού, πως δεν μπορεί να νικήσει αυτό που δεν κατανοεί, πως δεν είναι σοφό να το υποτιμά. 

Τέτοιες ώρες, ο ικανός ηγέτης εντοπίζει το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην άλογη παρόρμηση και την ορθολογική σκέψη, τη μέση οδό που θα κατευνάσει τα πνεύματα, θα δώσει μιάν ανάσα και θα ανοίξει δρόμο για το μέλλον, με βήμα αργό και σταθερό. Ικανότητα που διέθεταν οι ηγέτες που οδήγησαν την Αθήνα στη μεγάλη της δόξα κατά τους Περσικούς πολέμους.

Αν δεν το κάνει, κι εκείνος θα καταστραφεί από το χέρι εκείνων που τον «γέννησαν»,
και οι γύρω του θα υποφέρουν εξαιτίας της δικής του αφροσύνης. Γιατί ο Διόνυσος, που είναι – όχι τυχαία – εξάδελφος του Πενθέα, θυμώνει πολύ όταν τον αγνοούν, οδηγεί τους πάντες στα άκρα και κερδίζει πάντα.


Διαβάστε τις Βάκχες εδώ



Διαβάστε περισσότερα... »

Όταν ανέβεις ψηλά, έχεις ανάγκη να ασφαλιστείς, για να μην πέσεις…




«Όσο είσαι σπουδαίος, τόσο να είσαι ταπεινόφρων. Όταν ανέβεις ψηλά, έχεις ανάγκη να ασφαλιστείς, για να μην πέσεις…

Γιατί υψηλοφρονείς, αφού είσαι άνθρωπος συγγενής με τη γη, ομοούσιος
με τη στάχτη και στη φύση και στην εκλογή των πραγμάτων;


Σήμερα είσαι πλούσιος, αύριο φτωχός, σήμερα υγιής, αύριο άρρωστος,
σήμερα χαρούμενος, αύριο λυπημένος, σήμερα με δόξα, αύριο περιφρονεμένος, σήμερα σε κατάσταση νεότητας, αύριο σε γηρατειά.

Μήπως στέκεται τίποτα από τα ανθρώπινα ή μήπως αντιθέτως μιμείται το δρόμο των ρευμάτων των ποταμών;

Γιατί λοιπόν έχεις αλαζονεία, άνθρωπε, που είσαι καπνός; Διότι ο άνθρωπος έγινε ίδιος με τη ματαιότητα. Οι μέρες του είναι σαν το χορτάρι. Ξεράθηκε το χορτάρι και το άνθος του έμεινε μαραμένο
».

Γερόντισσα Γαβριηλία

Διαβάστε περισσότερα... »

Οι Διδασκαλίες του Αριστοτέλη





Δειλινοί και Εωθινοί Περίπατοι
ενδελεχούς φιλοσοφίας πολιτικής και ρητορικής





Ο κόσμος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ενιαίος και αιώνιος, ενώ η οικουμένη έχει σχήμα σφαίρας, με κέντρο τη Γη Με το να δέχεται την καταγωγή των γνώσεων από τις αισθήσεις, πλησιάζει πολύ τον υλισμό. Τέλος με την τυπική λογική βλέπει την αντικειμενική πραγματικότητα "στατικά" και όχι μέσα στην αέναη μεταβολή και κίνησή της. 

Ο Αριστοτέλης ήταν ο φιλόσοφος που διετύπωσε την θεωρία της ύπαρξης του πέμπτου στοιχείου της φύσης. Συγκεκριμένα οι Έλληνες φιλόσοφοι από την Ιωνία θεωρούσαν ότι στην φύση υπάρχουν τέσσερα στοιχεία ή ουσίες

Γή, ύδωρ, πύρ και αήρ. Ο Αριστοτέλης πρόσθεσε στην τετράδα τον αιθέρα ο οποίος θα αποτελέσει την πέμπτη ουσία την πεμπτουσία. 

Το στοιχείο αυτό παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες, είναι αγέννητο, αγήρατο, άφθαρτο, αϊδιο, αναυξές και αναλλοίωτο. Επιπλέον εντοπίζεται στον "άνω τόπο" όπου κατοικεί η Θεότητα. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Τα 4 στοιχεία
Roman copy in marble of a Greek bronze bust of Aristotle by Lysippus, c. 330 BCE.



"ARISTOTLE" 
near the ceiling of the Great Hall in the Library of Congress.





Αποφθέγματα

Ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας.
Περί Ποιητικής

Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει.
Όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους επιθυμούν την γνώση.
Μεταφυσικά – Βιβλίο Α

Φύσει μέν ἐστιν ἄνθρωπος ζῷον πολιτικόν.
Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ον.
Πολιτικά Γ



Αριστοτέλης και Πλάτων

Platão e Aristóteles na Escola de Atenas (1509-1510), fresco de Rafael Sanzio, na Stanza della Segnatura, nos Museus Vaticanos
O Πλάτωνας (αριστερά) και ο Αριστοτέλης (δεξιά), λεπτομέρεια της Σχολής των Αθηνών του Ραφαήλ.

 Η χειρονομία του Αριστοτέλη προς τη γη αντιπροσωπεύει την αντίληψή του σχετικά με την απόκτηση της γνώσης μέσω της εμπειρικής παρατήρησης και των αισθήσεων. Στον αντίποδα ο Πλάτωνας δείχνει προς τον ουρανό, στον οποίο εδράζονται σύμφωνα με τον ίδιο οι Ιδέες.




Em 335 a.C. Aristóteles funda sua própria escola em Atenas, em uma área de exercício público dedicado ao deus Apolo Lykeios, daí o nome Liceu.15

A escola de Aristóteles, afresco de Gustav Adolph Spangenberg, 1883-1888




Η Σχολή
Aristotle with a bust of Homer, by Rembrandt.



Αριστοτέλης και Όμηρος
Juan Carlos Savater, 
Aristóteles, Hª de la filosofía sin temor ni temblor


Εντελέχεια:
ενέργεια σύνδεσης!
H ουσία, εκείνο που κάνει ένα πράγμα
να είναι αυτό που είναι,
δεν είναι κάτι δεδομένο, κάτι έτοιμο,
που προϋπάρχει του πράγματος.

Απεναντίας είναι το αποτέλεσμα μιας σύνθετης διαδικασίας.
Η διαδικασία που χρειάζεται να ακολουθηθεί προκείμενου ένα πράγμα, αποκτώντας την ουσία του, να εισέλθει στην σφαίρα της πραγματικότητας, καθορίζεται από τέσσερις αιτίες: την ύλη, την μορφή, την ενέργεια και τον σκοπό.



Διαβάστε περισσότερα... »

Ἕνα ζευγάρι ἰδανικὰ (π. Δημητρίου Μπόκου)



Στὸ ἔργο «Ρόσμερσχολμ» τοῦ Νορβηγοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν, ὁ πρωταγωνιστὴς ρωτάει τὸν ἐξουθενωμένο γέρο-Βρέντελ: 

«Μήπως θὰ μποροῦσα νὰ σὲ βοηθήσω»; 

Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Βρέντελ: «Ἂν μποροῦσες νὰ μοῦ διαθέσεις ἕνα ἰδανικὸ ἢ ἕνα ζευγάρι μεταχειρισμένα ἰδανικά, θὰ ἔκανες καλὴ πράξη».


Σχόλιο ἀρθρογράφου: 
«Ναί. Ἀναζητοῦμε ἕνα ζευγάρι ἰδανικά. Καὶ ἐλαφρῶς μεταχειρισμένα, δὲν θὰ τὰ ἀρνηθοῦμε. Κυρίως γιὰ νὰ τὰ προσφέρουμε στοὺς νέους ἀνθρώπους, στὰ παιδιά μας. Σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται μὲ νεανικὴ ὁρμή, ἀλλὰ μὲ ψαλιδισμένα φτερά, καὶ ἀναζητοῦν μέσα ἀπὸ τὶς σκόρπιες λέξεις μας τὴν ἀπάντηση γιὰ τὸ τί εἶναι θεμιτὸ καὶ τί ἀθέμιτο. Τί εἶναι ἠθικὸ καὶ τί ἀνήθικο … Ἀναζητοῦμε ἀπεγνωσμένα ἕνα ζευγάρι ἰδανικά, ἔστω καὶ μεταχειρισμένα, γιὰ νὰ τὰ δωρίσουμε στὸ μέλλον» (Καθημερινή, 12-8-2012).

Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ, αὐ­τὸς ὁ κό­σμος δεί­χνει νὰ τρέ­χει ἀ­κά­θε­κτος. Πρὶν λί­γες ἑ­βδο­μά­δες ὁ ἄν­θρω­πος, αὐ­τὸς ὁ μι­κρὸς θε­ός, πέ­τυ­χε τὴν προ­σε­δά­φι­ση στὸν Ἄ­ρη τοῦ ἐ­ξε­λιγ­μέ­νου δι­α­στη­μι­κοῦ ὀ­χή­μα­τος τῆς ΝΑΣΑ «Curiosity». Καὶ λί­γο νω­ρί­τε­ρα στὸν πε­ρί­φη­μο ἐ­πι­τα­χυν­τὴ σω­μα­τι­δί­ων CERN ἄγ­γι­ξε τὸ «σω­μα­τί­διο τοῦ Θε­οῦ».

Μιὰ τρο­με­ρὴ ἀν­τί­φα­ση χα­ρα­κτη­ρί­ζει τε­λι­κὰ τὴν ἐ­πο­χή μας. Ἀ­πὸ τὴ μιὰ ἡ ἐ­κρη­κτι­κὴ πρό­ο­δος. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἡ πι­κρὴ δι­α­πί­στω­ση γιὰ χα­μέ­νες, ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νες ἀ­ξί­ες, ποὺ ἡ ἀ­πώ­λειά τους ἐ­ξα­φα­νί­ζει τὴν ἀν­θρω­πιά. Σ᾿ ἕ­να θο­λὸ το­πί­ο ὁ ἄν­θρω­πος τρέ­χει στὰ τυφλὰ μὲ ἀ­συγ­κρά­τη­τη δύ­να­μη καὶ ὑ­περ­βο­λι­κὴ τα­χύ­τη­τα, χω­ρὶς νὰ δι­α­κρί­νει δρό­μο που­θε­νά. Για­τί τό­σος πα­ρα­λο­γι­σμός;

Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως ζη­τι­α­νεύ­ει σή­με­ρα
γιὰ δυ­ὸ με­τα­χει­ρι­σμέ­να ἰ­δα­νι­κά, ὄ­χι για­τὶ ξέ­χα­σε ἁ­πλῶς κά­ποι­ες ἀ­ξί­ες. 

Ἀλ­λὰ για­τὶ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε Ἐ­κεῖ­νον ποὺ εἶ­πε, ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἡ ἀ­λή­θεια, ἡ πλή­ρης ἀ­λή­θεια, ὅ­τι ἔ­χει μορ­φὴ καὶ αὐ­τὴ εἶ­ναι τὸ πρό­σω­πό Του. Τὸ κα­λὸ δὲν κυ­κλο­φο­ρεῖ σὲ ἀ­φη­ρη­μέ­νη μορ­φή. Καὶ οἱ πιὸ δυ­να­τὲς ἀ­λή­θει­ες χά­νουν τὴν ἀ­ξί­α τους, ὅ­ταν δὲν ὑ­πάρ­χει ἐ­κεῖ­νος ποὺ τὶς ἐν­σαρ­κώ­νει στὸ πρό­σω­πό του, ὁ Θε­ός.

«Δὲν ἤ­θε­λα τε­χνη­τὲς πνευ­μα­τι­κό­τη­τες, οὔ­τε ἄλ­λα δι­α­νο­η­τι­κῶς ἑλ­κυ­στι­κὰ καὶ εὐ­φυ­ῆ συ­στή­μα­τα πί­στης, ψεύ­τι­κα ξε­κι­νή­μα­τα καὶ θλι­βε­ρὲς κα­τα­λή­ξεις», γρά­φει κά­ποι­ος, ποὺ ἔ­γι­νε Χρι­στια­νὸς Ὀρ­θό­δο­ξος, ἀ­φοῦ τα­λαι­πω­ρή­θη­κε πρῶ­τα στὰ θο­λὰ νε­ρὰ πολ­λῶν θρη­σκει­ῶν. 

«Δι­ψών­τας γιὰ κοι­νω­νί­α μὲ τὸν Θε­ό, χρει­α­ζό­μουν τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ ποὺ δι­α­κη­ρύσ­σει: ῾῾Ἐγὼ εἶ­μαι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς. Ὅ­ποι­ος ἔρ­χε­ται σὲ μέ­να δὲν θὰ πει­νά­σει. 

Ὅ­ποι­ος πι­στεύ­ει σὲ μέ­να δὲν θὰ δι­ψά­σει πο­τέ᾿᾿ (Ἰ­ω. 6, 35). Κα­νεὶς ἄλ­λος δὲν μπο­ρεῖ νὰ μᾶς προ­σφέ­ρει αὐ­τὸ ποὺ πρό­σφε­ρε ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ ἀ­γέν­νη­τος Πα­τέ­ρας Του καὶ τὸ πα­νά­γιο Πνεῦ­μα: τὸν ἑ­αυ­τό τους. Τί­πο­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ ἴ­διου τοῦ ἑ­αυ­τοῦ Του, ποὺ μᾶς πρό­σφε­ρε ὁ Θε­ός, ἡ Ἀ­πό­λυ­τη Ἀ­λή­θεια, τὸν ὁ­ποῖ­ο μπο­ροῦ­με νὰ γνω­ρί­σου­με, ὄ­χι ἁ­πλῶς ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με ἀ­φη­ρη­μέ­νες προ­τά­σεις ἢ ἀ­πρό­σω­πες ἐμ­πει­ρί­ες. 

Ὁ Θε­ὸς μᾶς ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα πρὸς μί­α ἀ­λη­θι­νὴ καὶ αἰ­ώ­νια σχέ­ση μὲ τὸν ἴ­διο, μέ­σα ἀ­π᾿ τὴν ὁ­ποί­α φθά­νου­με νὰ γνω­ρί­σου­με τὴν Ἀ­λή­θεια ὡς Πρό­σω­πο καὶ ὡς Ἀ­γά­πη» (Ἀ­πὸ τὸν Βου­δι­σμὸ στὸν Χρι­στό, σελ. 111 καὶ 113).

Ὁ Χρι­στὸς λοι­πὸν δὲν μᾶς ἔ­φε­ρε κά­ποι­α ἀ­φη­ρη­μέ­να ἰ­δα­νι­κὰ ἀ­πὸ δεύ­τε­ρο χέ­ρι, ἀλ­λὰ τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό Του, ὡς ἀ­πό­λυ­τη Ἀ­λή­θεια καὶ Ἀ­γά­πη. 

Μᾶς τρο­μά­ζει μή­πως ἡ σχέ­ση μα­ζί Του;


(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 355, Φεβρ. 2013)


Διαβάστε περισσότερα... »

Τι μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους;




π. Σεραφείμ Ρόουζ


Το ακόλουθο περιστατικό μας δείχνει πόσο σημαντική είναι η τέλεση μνημόσυνου στη θεία λειτουργία!


Πριν την αφαίρεση των λειψάνων του αγ. Θεοδοσίου του Τσερνίγκωφ (1896), ο φημισμένος Στάρετς Αλέξιος (1916), ιερομόναχος του Ερημητηρίου του Γκολοσεγιέφσκυ της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου, ο οποίος διεξήγαγε την ανακομιδή των λειψάνων, αποκαμωμένος καθώς καθόταν δίπλα στα Ιερά λείψανα, λαγοκοιμήθηκε και είδε μπροστά του τον άγιο, ο οποίος του είπε:

«Σ’ ευχαριστώ που κοπιάζεις για μένα και σε παρακαλώ θερμά, όταν τελέσεις τη θεία λειτουργία, να μνημονεύσεις τους γονείς μου» – και έδωσε τα ονόματά τους.

«Πώς μπορείς εσύ, ω Άγιε, να ζητάς τις δικές μου προσευχές, όταν εσύ ο ίδιος στέκεσαι στον ουράνιο Θρόνο και ικετεύεις το Θεό να δωρίσει στους ανθρώπους το έλεός Του»; ρώτησε ο ιερομόναχος.

«Ναι, αυτό είναι αλήθεια», απάντησε ο άγιος Θεοδόσιος, «αλλά η προσφορά στη θεία λειτουργία έχει περισσότερη δύναμη από την προσευχή μου».
Έτσι λοιπόν φαίνεται, πως οι παννυχίδες και η κατ’ οίκον προσευχή για τους νεκρούς είναι ευεργετικές για την ψυχή τους, όπως εξάλλου είναι και οι εις μνήμην τους αγαθοεργίες, όπως ελεημοσύνες ή συνεισφορές στην εκκλησία.


Όμως ιδιαιτέρως ευεργετική είναι η τέλεση μνημόσυνου στην Θεία Λειτουργία… πολλές εμφανίσεις νεκρών και άλλα περιστατικά τα οποία έχουν σημειωθεί, επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο.

Στην Εκκλησία πάντοτε γίνονται προσευχές υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων. Μάλιστα δε, την ημέρα της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος, στον εσπερινό της γονυκλισίας, υπάρχει μία ειδική ευχή «για τους ευρισκομένους στον άδη».

Οι προσευχές της Εκκλησίας δεν μπορούν να σώσουν οιονδήποτε δεν επιθυμεί τη σωτηρία του, ή αυτόν που ποτέ δεν αγωνίστηκε ο ίδιος να την κατακτήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Κατά μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι προσευχές της Εκκλησίας ή του κάθε χριστιανού ξεχωριστά για κάποιο νεκρό, δεν προκύπτουν παρά ως αποτέλεσμα του τρόπου ζωής του: κανείς δεν θα προσευχόταν γι’ αυτόν εάν δεν είχε κάνει κάτι όσο ζούσε που να εμπνέει μία τέτοια προσευχή μετά το θάνατό του.

Ο καθένας από εμάς που επιθυμεί να εκφράσει την αγάπη του για τους κεκοιμημένούς και να τους βοηθήσει ουσιαστικά, μπορεί να το επιτύχει προσευχόμενος υπέρ των ψυχών τους, και ειδικότερα μνημονεύοντας αυτούς στη Θεία Λειτουργία, όταν οι μερίδες που αποκόπτονται για ζώντες και νεκρούς αφήνονται να πέσουν μέσα στο Αίμα του Κυρίου με τις λέξεις:

«Απόπλυνον Κύριε τα αμαρτήματα των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τω Αίματί σου τω Αγίω….».


Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε καλύτερο ή σπουδαιότερο για τους κεκοιμημένους, από το να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, προσφέροντάς τους μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία.
Το έχουν πάντα ανάγκη, ειδικά κατά τη διάρκεια εκείνων των σαράντα ημερών όπου η ψυχή του απελθόντος πορεύεται προς τις αιώνιες κατοικίες…

Αξίζει λοιπόν να φροντίσουμε γι’ αυτούς που έφυγαν για τον άλλο κόσμο πριν από εμάς, προκειμένου να κάνουμε ότι μπορούμε για τις ψυχές τους, ενθυμούμενοι ότι: «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται».

Από το βιβλίο: «Η ψυχή μετά τον Θάνατο”, π. Σεραφείμ Ρόουζ, Εκδ: Μυριόβιβλος”


Διαβάστε περισσότερα... »

Στην εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου




Αφιέρωμα στην εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου
«ΑΝΕΛΗΦΘΗΣ ΕΝ ΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΕ Ο ΘΕΟΣ» 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητή


Η εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού αποτελεί έναν χαρμόσυνο εορτολογικό σταθμό μέσα στην όντως ευφρόσυνη αναστάσιμη περίοδο της Εκκλησίας μας. 

Με αισθήματα αγαλλιάσεως οι ορθόδοξοι πιστοί κατακλύζουμε την ιερή αυτή ημέρα τους ναούς για να αναπέμψουμε ευχαριστήριες ωδές στο Σωτήρα και Λυτρωτή μας Κύριο και να υμνήσουμε την αγία Ανάληψή Του στους ουρανούς, εκεί από όπου καταδέχθηκε να κατέβει, προκειμένου να επιτελέσει το σωτήριο έργο του ανθρωπίνου γένους (Ιωάν.3,13.Φιλιπ.2,6-11). Υμνούμε την επάνοδό Του στο θείο θρόνο της άφατης μεγαλοσύνης Του, στα δεξιά του Θεού Πατέρα, προς τον Οποίο θα είναι εσαεί ο μεγάλος και αιώνιος μεσίτης μας (Α΄Τιμ.2,5).

Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μετά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του από τους νεκρούς, δεν εγκατέλειψε αμέσως τον κόσμο, αλλά συνέχισε για σαράντα ημέρες να εμφανίζεται στους μαθητές Του (Πράξ.1,3). Αυτές οι μεταναστάσιμες εμφανίσεις Του προς αυτούς είχαν πολύ μεγάλη σημασία. Έπρεπε οι πρώην δύσπιστοι και φοβισμένοι μαθητές να βιώσουν το γεγονός της Αναστάσεως του Διδασκάλου τους και να αποβάλλουν κάθε δισταγμό και ψήγμα απιστίας για Εκείνον. 

Έπρεπε να αποβάλλουν κάθε ίχνος λαθεμένης μικροεθνικιστικής ιουδαϊκής αντίληψης για το Μεσσία. Να συνειδητοποιήσουν πλήρως τον πανανθρώπινο χαρακτήρα του απολυτρωτικού έργου του Σωτήρα και να ξεχάσουν κάθε σκέψη για «ανάσταση του βασιλικού θρόνου του Δαβίδ» και την κυριαρχία του κόσμου. 

Οι θαυμαστές μεταναστάσιμες εμφανίσεις Του και οι προχωρημένες πια και πνευματικού χαρακτήρα νουθεσίες αποτέλεσαν σημαντικό παράγοντα για τη διαμόρφωση νέας αντιλήψεως για το θείο πρόσωπο του Λυτρωτή Χριστού και το σωτήριο ιεραποστολικό έργο που είχαν ταχθεί από Εκείνον να επιτελέσουν στο εξής. «Διήνοιξεν αυτών τον νουν, αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς, του συνιέναι τας γραφάς και είπεν αυτοίς ότι ούτω γέγραπται και ούτως έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, και κηρυχθήναι επί το ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ. Υμείς δε εστε μάρτυρες τούτων. Και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ΄ υμάς» (Λουκ.24,45-49). 

Η πιο ελπιδοφόρα αναγγελία Του προς αυτούς ήταν η διαβεβαίωση πως «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28,20) και «καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ΄ύψους» (Λουκ.24,49), προαναγγέλλοντας την επιδημία του Παναγίου Πνεύματος προς αυτούς και την Εκκλησία Του.

Την τεσσαρακοστή λοιπόν ημέρα, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Λουκά,
«εξήγαγε δε αυτούς (τους μαθητάς) έξω εις Βηθανίαν και επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς. Και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ΄αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν. Και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης και ήσαν δια παντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν» (Λουκ.24,50-53). 

Ο ευαγγελιστής Μάρκος, περιγράφοντας πιο λακωνικά το θαυμαστό και συνάμα συγκινητικό γεγονός, αναφέρει πως μετά από την ρητή αποστολή των μαθητών σε ολόκληρο τον κόσμο κηρύττοντας και βαπτίζοντας τα έθνη, «ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού. Εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων» (Μαρκ.16,19-20). 

Το μεγάλο γεγονός της Θείας Αναλήψεως έχει πραγματικά τεράστιες θεολογικές και σωτηριολογικές παραμέτρους
για την Εκκλησία μας. Η Ανάληψη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί αναμφίβολα το θριαμβευτικό πέρας της επί γης παρουσίας Του και του απολυτρωτικού έργου Του. 

«Ανελήφθη εν δόξη» για να επιβεβαιώσει την θεία ιδιότητά Του στους παριστάμενους μαθητές Του. Για να τους στηρίξει έτι περισσότερο στον τιτάνιο πραγματικά αγώνα, που Εκείνος τους ανάθεσε, δηλαδή τη συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του για το ανθρώπινο γένος.

Είναι αλήθεια πως και κατ’ αυτήν τη θαυμαστή στιγμή οι απόστολοι
δεν είχαν πλήρη συναίσθηση της αποστολής τους. Παρ’ όλο ότι είχαν ζήσει συγκλονιστικά γεγονότα το τελευταίο διάστημα, τα άχραντα παθήματα του Διδασκάλου τους και βίωσαν την λαμπροφόρο Ανάστασή Του από τους νεκρούς, εν τούτοις δε μπόρεσαν να απαγκιστρωθούν από τη μικροεθνικιστική ιουδαϊκή περί Μεσσία αντίληψη. 

Γι’ αυτό μπήκαν στον πειρασμό να πληροφορηθούν από Εκείνον, τη στιγμή που τους εγκατέλειπε για τον ουρανό, «Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ;» (Πραξ.1,6). Δεν είχαν συνειδητοποιήσει την παγκοσμιότητα του κηρύγματος του Ιησού, δεν αντιλήφθηκαν την πνευματική οικουμενική επανάσταση, που ήρθε να φέρει 

Αυτός στην ανθρωπότητα, απαλλαγμένη από κάθε μορφή κοσμικής εξουσίας, έχοντας χαρακτήρα αποκλειστικά διακονίας, προς τον πεσόντα άνθρωπο. Φαίνεται ότι λησμόνησαν την προτροπή του Διδασκάλου τους να αλλάξουν νοοτροπία και να μην σκέπτονται όπως ο εξουσιαστικός κόσμος «υμείς δε ουχ ούτως, αλλ’ ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών. Τις γαρ μείζων, ο ανακείμενος ή ο διακονών; Ουχί ο ανακείμενος; Εγώ δε ειμί εν μέσω υμών ως ο διακονών. Υμείς δε εστέ οι διαμεμενηκότες μετ’ εμού εν τοις πειρασμοίς μου» (Λουκ.22,26-27). 

Το παράδειγμα της διακονίας το έδωσε πλειστάκις ο Ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος δεν ήρθε στον κόσμο «διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Μάρκ.10,45). Με λόγους τρυφερότητας, συμπάθειας και αγάπης προς αυτούς τους απάντησε πως «ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία» (Πράξ.1,7), θέλοντας να τους εμπεδώσει τη διαχρονική και σώζουσα παρουσία της Εκκλησίας Του στον κόσμο. 

Εκείνο που τους χρειάζονταν ήταν η άνωθεν δύναμη και ο φωτισμός για να μυηθούν πλήρως στο μυστήριο της σωτηρίας του κόσμου. Τους έδωσε την ελπιδοφόρα αγγελία πως θα λάβουν «δύναμιν επελθόντος του αγίου Πνεύματος» και έτσι θα δυνηθούν να γίνουν«μάρτυρες (Αυτού) εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και εως εσχάτου της γης» (Πράξ.1,8).

Ο ιερός συγγραφέας του βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων» αναφέρει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό, περιγράφοντας το θαυμαστό γεγονός της εις ουρανούς αναλήψεως του Κυρίου. «Βλεπόντων αυτών (των μαθητών) επήρθη, και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών. Και ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού, και ιδού άνδρες δύο παρειστήκεσαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή, οί και είπον΄ άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; Ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ’ υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται, όν τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν» (Πράξ.1,9-11). 

Οι ουράνιοι διαμηνείς του θελήματος του Θεού άγγελοι βρέθηκαν για μια ακόμα φορά ανάμεσα σε ανθρώπους για να βεβαιώσουν το υπερφυσικό γεγονός της Αναλήψεως και να αναγγείλουν και κάτι άλλο: την επανέλευση του Κυρίου στη γη, η οποία θα γίνει τόσο ένδοξη και λαμπρή, όσο η Ανάληψη, όπως την βίωσαν οι παριστάμενοι απόστολοι.

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ανήλθε στους ουρανούς, αλλά δεν εγκατέλειψε το ανθρώπινο γένος, για το οποίο έχυσε το τίμιο Αίμα Του. Μπορεί να κάθισε στα δεξιά του Θεού στους ένδοξους ουρανούς, όμως η παρουσία Του εκτείνεται ως τη γη και ως τα έσχατα της δημιουργίας. Άφησε στη γη την Εκκλησία Του, η οποία είναι το ίδιο το αναστημένο, αφθαρτοποιημένο και θεωμένο σώμα Του, για να είναι το μέσον της σωτηρίας όλων των ανθρωπίνων προσώπων, που θέλουν να σωθούν.

Νοητή ψυχή του σώματός Του είναι ο Θεός Παράκλητος, «το Πνεύμα της αλήθείας» (Ιωάν.15,26), ο Οποίος επεδήμησε κατά την αγία ημέρα της Πεντηκοστής σε αυτό, για να παραμείνει ως τη συντέλεια του κόσμου. Η σωτηρία συντελείται με την οργανική συσσωμάτωση των πιστών στο θεανδρικό Σώμα του Χριστού. Αυτό εννοούσε, όταν υποσχόταν στους μαθητές Του: «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28,20).

O απόστολος Παύλος θέλοντας να τονίσει εμφαντικά το γεγονός της εις ουρανούς αναβάσεως του Χριστού
και της παρρησίας Του στο θρόνο του Θεού Πατέρα, έγραψε πως Αυτός «διαθήκης καινής μεσίτης εστί, όπως, θανάτου γενομένου εις απολύτρωσιν των επί τη πρώτη διαθήκη παραβάσεων, την επαγγελίαν λάβωσιν οι κεκλημένοι της αιωνίου κληρονομίας» (Εβρ.9,15). Λάβαμε την «οικονομίαν της χάριτος» (Εφεσ.3,2), ως υπέρτατη δωρεά της υψώσεως Αυτού.

Ο φαεινός θρόνος Του στους ένδοξους ουρανούς είναι στο εξής το σημείο συνάντησης Θεού και ανθρώπων, διότι ο Ίδιος διαβεβαίωσε πως «ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιωάν.14,6).

Μέσα λοιπόν στην χαροποιό αναστάσιμη περίοδο προβάλλει η μεγάλη εορτή της Αναλήψεως
για να μας χαροποιήσει έτι περισσότερο και να μας υπενθυμίσει πως η δοξασμένη επάνοδος του Λυτρωτή μας Χριστού στο θρόνο της Θεότητας απορρέει άπειρες σωτήριες δωρεές για την ανθρωπότητα και ολόκληρη τη δημιουργία. Αυτός ως ο δοξασμένος Θεάνθρωπος μετέχει ταυτόχρονα του κτιστού και του ακτίστου, καθιστάμενος έτσι ο σωτήριος σύνδεσμος μεταξύ Δημιουργού και δημιουργημάτων. Αυτή είναι η πεμπτουσία της σωτηρίας και το κεντρικό νόημα της μεγάλης εορτής!


Διαβάστε περισσότερα... »

"Γιατί έπεσε η Πόλη; Όπως τότε έτσι και σήμερα..."




του π. Δημητρίου Θεοφίλου, 
για το Amen.gr


Πριν από λίγες μέρες, πικρές αναμνήσεις και πάλι για μια φορά ακόμη, μας μετέφεραν στις τελευταίες στιγμές του βυζαντίου. Το σημαντικό είναι να διαπιστώσουμε, το κατά πόσον έχουμε συναισθανθεί σε βάθος, γιατί έπεσε η Πόλη;

Μετά το οριστικό σχίσμα με τη δύση το 1058, το βυζάντιο μπαίνει σε μια τροχιά προϊούσας παρακμής, τόσο κοινωνικής όσο και θρησκευτικής. Για τέσσερις αιώνες βρίσκεται σε «ελεύθερη πτώση» έως ότου φτάσει στο «πάτο του πηγαδιού» μπροστά από τη «μπότα», του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄.

Σε αυτά τα 400 περίπου χρόνια διαφθοράς και απώλειας αξιών και νοημάτων ζωής η Πόλη
πέφτει αρχικά το 1204 στα χέρια των ρωμαιοκαθολικών σταυροφόρων, όπου μια ολόκληρη παράδοση, ένας πολιτισμός εξευτελίζονται και ταπεινώνονται μπροστά στο τυχοδιωκτικό μένος των μισθοφόρων της «αγίας έδρας…», μα οι «χριστιανοί» του Βυζαντίου, δεν δείχνουν να βάζουν μυαλό, για αυτό μετά από δυόμιση αιώνες ακριβώς, έρχεται η τελική κατάλυση από τους Οθωμανούς Τούρκους.

Η ιστορία δεν συγχωρεί επαναλαμβανόμενες αστοχίες, και λειτουργώντας ως νέμεση,
είναι άτεγκτη απέναντι στην «κατά συρροή» ύβρη.

Από το 1054 έως το 1453, η διχόνοια, η διαφθορά κι η αναξιοκρατία διογκώνονται και η μόνη διέξοδος που απομένει είναι η κάθαρση διαμέσου του μαρτυρίου και του σταυρού…

Ο λόγιος μοναχός της εποχής Ιωσήφ Βρυένιος αναφέρει:
«Βαπτιστήκαμε άλλοι δι' απλής και άλλοι δια τριπλής κατάδυσης, και έγινε επίκληση του ονόματος της Αγίας Τριάδας, σε άλλους μία και σε άλλους τρεις φορές.


Οι περισσότεροι από μας όχι απλώς αγνοούμε τι σημαίνει να είσαι Χριστιανός, αλλά και πως ακόμη να κάνουμε το σταυρό μας ή, κι αν ακόμη το γνωρίζουμε, ντρεπόμαστε να τον κάνουμε. Η άφεση των αμαρτιών και η κοινωνία των Θείων δώρων προσφέρονται με την ανταλλαγή δώρων.

Είμαστε ανίκανοι να υπερασπιστούμε το όνομα του Θεού όταν αυτό βλασφημείται,
όταν θα έπρεπε να πεθάνουμε γι' Αυτόν. Αποδίδουμε το κοινό όνομα των έχθρων του σταυρού, ο ένας στον άλλο, και το έχουμε συνέχεια στα χείλη μας. Καθημερινά αναθεματίζουμε και καταριόμαστε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Χωρίς δισταγμό κάνουμε όρκους και συνέχεια ψευδορκούμε στο φοβερό και ιερό όνομα του Σωτήρα και Θεού μας, και αυτό χωρίς να υπάρχει καμιά ανάγκη.


Παραπονιόμαστε στο Θεό είτε βρέχει είτε δε βρέχει, είτε χάνει κρύο είτε κάνει ζέστη, πως δίνει πλούτο στον ένα και αφήνει τον άλλο φτωχό, πως πνέει νοτιάς ή έρχεται καταιγίδα από το βοριά και εντελώς απλά μεταμορφωνόμαστε σε αδιάλλακτους δικαστές του Θεού. Πολλοί από μας αδιάντροπα βλασφημούν την Ορθόδοξη πίστη, το Σταυρό, το νόμο, τους αγίους, τον ίδιο το Θεό, όταν ακόμη κι ένας άπιστος δε θα το έκανε τόσο πολύ.

Θέτουμε σε κίνηση τις άγιες εικόνες και προφασιζόμαστε πως διαβάζουμε το μέλλον μέσα απ’ αυτές τις κινήσεις.
Οι περισσότερες από τις αμαρτίες μας είναι ανεξομολόγητες, κι έτσι είναι και ασυγχώρητες. Ερευνώντας όλα τα μέλη του σώματός μας, τα θέτουμε στην υπηρεσία του εχθρού: μήπως δεν προλέγουμε το μέλλον από τη φαγούρα των χεριών ή της μύτης, από το πέταγμα του βλεφάρου, από το βούισμα του αυτιού, εν συντομία απ’ όλα τα φυσικά φαινόμενα των οργάνων του σώματος μας; 


Διακρίνουμε σημάδια στις απαντήσεις και στους χαιρετισμούς των ανθρώπων. Προσέχουμε τις κραυγές των οικόσιτων πτηνών, το πέταγμα και τις κραυγές των κοράκων, και ανακαλύπτουμε οιωνούς σ’ όλα αυτά.

Αυταπατόμαστε όταν πιστεύουμε στους αστρολόγους, πως η ύπαρξή μας δηλαδή
κατευθύνεται από τις Ώρες, την Τύχη, τις Μοίρες, την Ειμαρμένη τα σημάδια του Ζωδιακού κύκλου και των πλανητών. Είμαστε βέβαιοι πως οι Νηρηίδες ζουν στη θάλασσα και πως Στοιχειά υπάρχουν παντού… Μερικοί από μας λατρεύουν και χαιρετίζουν τη νέα σελήνη. Εορτάζουμε τις Καλένδες, φοράμε τα δαχτυλίδια του Άρη, στολίζουμε τα σπίτια μας με μαγιοστέφανα… 


Προσέχουμε τα όνειρα και πιστεύουμε πως μας λένε το μέλλον. Κρεμάμε φυλαχτά στο λαιμό μας
εξασκούμε τη μαντεία. Καταφεύγουμε καθημερινά σε μάγους, μάντεις, γύφτους, εξορκιστές αναζητούμε στη μαγεία τη θεραπεία κάθε ασθένειας και διαβάζουμε μαγικά σε ανθρώπους και ζώα. Με ξόρκια προσπαθούμε να αυξήσουμε τη γονιμότητα των χωραφιών μας, την ανάπτυξη και υγεία των κοπαδιών μας, να επιτύχουμε στο κυνήγι, να έχουμε άφθονο τρύγο. 

Απομακρυνόμαστε ακόμη πιο πολύ από την αρετή ψάχνοντας συνεχώς το κακό. Η φιλία απωθήθηκε και η κακεντρέχεια πήρε τη θέση της. 0 αδελφός εκμεταλλεύεται τον αδελφό, ο κάθε φίλος ακολουθεί το δρόμο της προδοσίας...

Οι παρθένες μας είναι πιο προκλητικές και από τις πόρνες, οι χήρες είναι περίεργες χωρίς λόγο, οι παντρεμένες κοροϊδεύουν μια πίστη που οι ίδιες δε φυλάσσουν, οι νέοι είναι χαμένοι στην ακολασία, οι γέροι παραδομένοι στο πιοτό, οι πρεσβυτέρες προσβάλλουν τη θέση τους, οι ιερείς έχουν ξεχάσει το Θεό, οι μονάχοι ξέφυγαν τελείως από το σωστό δρόμο, οι άνθρωποι στον κόσμο είναι τόσο χαμένοι ώστε με τα λόγια μεν να δίνουν την εξωτερική εμφάνιση της ευσέβειας, ενώ μέσα τους να αρνούνται κάθε αρετή. 

Έχουμε πρόσωπο πόρνης και αμαρτωλού. Είναι τέτοια η σκληρότητα της καρδιάς μας, η λησμονιά μας, η τύφλα μας, ώστε να μην πιστεύουμε πλέον πως διαπράττουμε πράξεις κακίας ότι υποφέρουμε απ’ αυτές, όταν στην πραγματικότητα είμαστε οι εκτελεστές τους και τα θύματα τους… Αυτές και άλλες είναι οι αμαρτίες που μας καθιστούν άξιους των τιμωριών, με τις οποίες o Θεός μας επισκέπτεται ως πληρωμή γι’ αυτά τα λάθη και άλλες ίσης βαρύτητας κακοήθειες.


Η περιγραφή της καταρρέουσας βυζαντινής, κοινωνικής και εκκλησιαστικής πραγματικότητας,
θυμίζει έντονα το σήμερα, όπως τώρα έτσι και τότε, οι άνθρωποι της εποχής, «έπασχαν» από «νόσους λοιμικές» και θανατηφόρες, που τους οδήγησαν τελικά και ως κοινωνία και ως εκκλησία, στην ημερομηνία ορόσημο, της Τρίτης 29 Μαΐου 1453.

Εμείς σήμερα 561 χρόνια μετά, βρισκόμαστε ξανά επάνω από την άβυσσο, δίχως φρένα (φρένες),
δίχως νόημα και περιεχόμενο ζωής (παρούσας και μέλλουσας), δίχως ομφάλιο λώρο με παράδοση, πολιτισμό, πίστη, γλώσσα, καταδικασμένοι να βολοδέρνουμε, ανάμεσα στην απροσδιοριστία του χθες, την αβεβαιότητα του σήμερα και την απελπισία του αύριο.



Διαβάστε περισσότερα... »

"Η άλωση της Πόλης", της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ




«Κερκόπορτα; Αστεία πράγματα»
Η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ θυμάται παλαιότερα τους- ξένους φοιτητές της στη Σορβόννη να της στέλνουν… συλλυπητήριο τηλεγράφημα κάθε 29η Μαΐου, την ίδια ώρα που τα περισσότερα Ελληνόπουλα αν τα ρωτούσες τι έγινε τη μέρα εκείνη δεν ήξεραν ακριβώς. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση αντιστράφηκε. 

Στην Ελλάδα έγινε, λίγο έως πολύ, μόδα να θυμόμαστε κάθε χρόνο τέτοια μέρα την Αλωση της Πόλης, μερικοί από κεκτημένη ταχύτητα ή άγνοια μιλούν για «εορτασμό», αντί για επέτειο, και να μην αρκούμαστε στον εορτασμό της έναρξης της Επανάστασης, κάθε 25 του Μαρτίου. Μεγάλη η σημασία της Πόλης, θα πει κανείς, για τους Έλληνες. Σωστό. 

Οπότε και η συμβολική σημασία της άλωσης είναι εξίσου μεγάλη. Έστω και αν η πολιορκία της από τους Οθωμανούς ήταν απλώς μία από τις πολλές, έστω και αν το κλίμα της εποχής ήταν τέτοιο, η κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν τέτοια, που έκπληξη θα ήταν το να μην αλωθεί η Πόλη.

Ετοιμασίες για την επίθεση στην Πόλη
«Βρισκόμαστε στα μέσα του 15ου αιώνα, γύρω στο 1450. Η Πόλη είναι μια μικρή πόλη πια- έχει δεν έχει 70.000 κατοίκους, όταν άλλοτε είχε περάσει το μισό εκατομμύριο» αφηγείται στα «ΝΕΑ» η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ, επιχειρώντας να βάλει για λογαριασμό μας τα πράγματα στη θέση τους, να καταγράψει αλήθειες και μύθους της άλωσης έτσι όπως μόνο μίαβυζαντινολόγος με τη δική της διαδρομή μπορεί να κάνει.

«Η Πόλη έχει αποδεκατιστεί από την πανώλη και τις αλλεπάλληλες πολιορκίες των Τούρκων. Αλλά και από τις διαμάχες των Δυτικών, αφού οι προστριβές Γενοβέζων και Βενετσιάνων γίνονταν στο λιμάνι της μέσα. Υπήρχε και μια τάση ανεξαρτητοποίησης των λίγων χωρών που παρέμεναν ελεύθερες- όχι μόνο του Μυστρά που παρεμπιπτόντως έπεσε το 1460, επίσης στις 29 Μαΐου! Η κατάσταση ήταν μιας ανασφάλειας γενικής».

Ο διχασμός. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, «υπήρχε μια μεγάλη ενωτική και ανθενωτική διαμάχη,
υπέρ και εναντίον της Ένωσης των Εκκλησιών. Οι αντίθετοι στην Ένωση συμμαχούσαν και με τους Τούρκους ήταν οι λεγόμενες παρά φύσιν συμμαχίες. Οι υπέρμαχοι της Ένωσης διακήρυσσαν: “Οταν οι δύο Ρώμες ήταν ενωμένες διαφεντεύαμε τον κόσμο. Όταν διχάστηκαν, χάσαμε τα πρωτεία”. Με αυτή την έννοια η πραγματική πτώση της Πόλης χρονολογείται από το 1204 και μετά. 

Η ανθενωτική διαμάχη πήρε μάλιστα τεράστιες διαστάσεις μετά το 1438 και τη Σύνοδο της Φερράρας. Εκεί ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ ξεσήκωσε την Εκκλησία σε μια τελευταία προσπάθεια Ένωσης, αλλά ενώ η διανόηση ήθελε να είναι αναγεννησιακή, η Εκκλησία παρέμενε προσηλωμένη στα πάτρια κατά τρόπο φανατικό, αν όχι τίποτα παραπάνω», λέει χωρίς να μασάει τα λόγια της η Ελληνίδα βυζαντινολόγος, η πρώτη γυναίκα πρύτανης της Σορβόννης στα 700 χρόνια ιστορίας του μεγάλου γαλλικού πανεπιστημίου.

Και συνεχίζει: «
Υπήρχε όμως ακόμη ένας παράγοντας παρακμής. Ηταν η γενική δεισιδαιμονία που τρεφόταν από τις προφητείες. Ήδη από τον 6ο αιώνα υπήρχαν προφητείες, τότε ήταν όμως αισιόδοξες. Τώρα προφήτευαν το τέλος της Πόλης και μαζί το τέλος του κόσμου και της Ιστορίας. Αυτό ήταν, λοιπόν, το κλίμα στην Κωνσταντινούπολη της εποχής. Δεισιδαιμονία, διχόνοια, φτώχεια, κακομοιριά. Οι Βυζαντινοί ζούσαν σε μια πόλη ερημωμένη. Και στα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου πολύ λίγα δωμάτια χρησιμοποιούνταν. Όπως λέει και ο Παλαμάς στον “Δωδεκάλογο του Γύφτου”: “Και ήταν οι καιροί που η Πόλη/ πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε/ και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε/ και καρτέραγ΄ ένα μακελάρη (…) Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει”».

«Η Πόλη θα μπορούσε να είχε πέσει πολύ νωρίτερα»

Η Πόλη θα μπορούσε να είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων πολύ νωρίτερα.
 

«Ο λόγος που δεν έγινε αυτό και ανάσανε για πενήντα χρόνια, ήταν ότι ο Βαγιαζίτ έπεσε στα χέρια των Μογγόλων» ,λέει η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ. 

«Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της όρθια. Ο Μανουήλ έτρεχε να δει τους Καρόλους, ο Ιωάννης πήγε στη Φερράρα. Είναι η εποχή των επαιτών αυτοκρατόρων. Πήγαιναν επαίτες στη Δύση, έστω και αν τους δέχονταν εκεί με τιμές και δόξες. 

Κάτι που συνήθως οι Ελληνες δεν δέχονται είναι ότι ο Πάπας προσπάθησε να βοηθήσει. Διέθεσε τις ιντουλγκέντσιες- τα επί πληρωμή συγχωροχάρτια- του 1450, που ως ιντουλγκέντσιες Ιωβηλαίου ήταν πιο προσοδοφόρες, στον πόλεμο κατά των Τούρκων. Άλλο αν αυτό δεν ήταν αποτελεσματικό, αφού έδωσε τα χρήματα στους Αραγωνέζους που τα χρησιμοποίησαν για δικούς τους σκοπούς.

Πολλοί λένε ότι η Δύση δεν βοήθησε. Όταν όμως μιλάμε για Δύση τι εννοούμε;
Οι Βυζαντινοί ήταν όλη η Ανατολή. Η Δύση ήταν πολυδιασπασμένη και ο Πάπας είχε ένα σχίσμα στην πλάτη του και την Ανατολική Εκκλησία εναντίον του. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Παλαιολόγος πολεμάει τους Τούρκους μαζί με τον απεσταλμένο του Πάπα, Ισίδωρο του Κιέβου, και τους Γενοβέζους, ο Γεννάδιος- ο Γεώργιος Σχολάριος, πρώτος Πατριάρχης μετά την Αλωσητοιχοκολλούσε ανάθεμα εναντίον του Παλαιολόγου. 

Και επίσης: μετά την πτώση της Πόλης, οι Δυτικοί έτρεμαν. Όταν ανέλαβε Πάπας ο Ένιο Σίβλιο Πικολομίνι, δηλαδή ο Πίος Β΄, έγραψε μια πραγματεία για την Αλωση στην οποία μιλούσε για καταστροφή της Χριστιανοσύνης. Αντίθετα οι Ρώσοι, που είναι μάλιστα φανατικοί ανθενωτικοί, δεν γράφουν σχεδόν τίποτα για την πτώση της Πόλης. Πέρασαν χρόνια για να αρχίσουν οι σλαβικοί θρήνοι. Εκείνοι που θρήνησαν από την αρχή για την Πόλη είναι στην Τραπεζούντα. “Πάρθεν η Πόλη, πάρθεν η Ρωμανία”, έλεγαν».

Η συμφωνία του σουλτάνου με τον Πατριάρχη

Το Ρούμελι Χισάρ, το κάστρο που έχτισε ο Μωάμεθ το 1452 για να ελέγχει το πέρασμα
ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και τη Θάλασσα του Μαρμαρά, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της πολιορκίας, λέει η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ. 

«Διούλκησε και τον στόλο περνώντας τα πλοία του στον Κεράτιο. Από την άλλη πλευρά, μόνο 3-4 πλοία γενοβέζικα πέρασαν και αυτά για να φέρουν τροφή στους πολιορκημένους». Βέβαια, δεν ήταν μόνο αυτή η αιτία της ήττας των Βυζαντινών. «Ο Μωάμεθ είχε μαζέψει Σέρβους, Αλβανούς, Τούρκους.

Απέναντι στους τουλάχιστον 100.000 άντρες του- μερικοί μιλούν για 120.000, άλλοι τους ανεβάζουν
σε 200.000- αντιπαρατάσσονταν περίπου 4.500 άνθρωποι το πολύ, μαζί με τους ξένους. Και πολλοί ήταν παιδιά και γυναίκες που πολεμούσαν με αγκωνάρια. Μεγάλη ήταν η βοήθεια των Γενοβέζων, αλλά όταν σκοτώθηκε ο Τζουστινιάνι έχασαν το ηθικό τους και υποχώρησαν. Όσοι πολέμησαν, πάντως, πολέμησαν ηρωικά. Οταν ο Μωάμεθ έστειλε αποκρισάριο στον Παλαιολόγο ζητώντας του να παραδώσει την Πόλη, πήρε την απάντηση ότι η Πόλη δεν είναι δικό του πράγμα και πως “με τη δική μας θέληση αποφασίσαμε να πεθάνουμε”. 

Ακόμη και ο περίφημος Νοταράς που είχε τρεις υπηκοότητες και όλη του την περιουσία στο εξωτερικό, και που είπε ότι είναι καλύτερο το τουρκικό καφτάνι από τη λατινική τιάρα, πολέμησε και εν τέλει εκτελέστηκε από τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό του ηρωισμού είναι ότι όταν στην Πύλη του Ρωμανού οι Τούρκοι άρχισαν να ανεβαίνουν πάνω και πέρασαν μέσα, έψαχναν τους αντίπαλους πολεμιστές και δεν πίστευαν ότι ήταν τόσοι λίγοι. Και πρέπει να πούμε και για τον Μωάμεθ, που συνηθίζουμε να τον ταυτίζουμε με τη βαρβαρότητα, ότι δεν ήταν βάρβαρος ή δεν ήταν μόνο βάρβαρος. Ήταν από τους μεγαλύτερους μεταρρυθμιστές της Τουρκίας. Ήξερε τι ήθελε και πώς να το κάνει». 

Όσο για την Κερκόπορτα… «Ανοιγμένη ή ξεχασμένη. Αστεία πράγματα. Ήταν χιλιάδες έξω, τα καράβια τους στον Κεράτιο, οι Γενοβέζοι έφευγαν. Τι να πεις για την Κερκόπορτα; Σε συμβολικό επίπεδο μόνο μπορείς κάτι να πεις. Αλλά είναι σαν να λέμε ότι αντί να σκοτώνονταν τρεις Τούρκοι κατά την είσοδό τους στην Πόλη, θα σκοτώνονταν δέκα αν η πόρτα ήταν κλειστή. Και λοιπόν; Αφού είχαν ανεβάσει σκάλες και έμπαιναν από όπου ήθελαν».

«Ο Μωάμεθ έδωσε το πατριαρχικό αξίωμα στον Γεννάδιο Σχολάριο, ορίζοντάς τον αμέσως αρχηγό του Μιλιέτ, δηλαδή όλων των ορθοδόξων. Κάπως έτσι ξέρουμε γιατί η Εκκλησία κράτησε όλα τα κτήματά της και η αυτοκρατορία τα έχασε», λέει δηκτικά η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ. «Κάπως έτσι φτάσαμε και στα σημερινά βατοπεδινά βακούφια. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε, σε αντίθεση με άλλες συμπεριφορές της πολιτείας, ότι όταν ο Μανουήλ Παλαιολόγος είναι στη Θεσσαλονίκη και υπάρχει κίνδυνος καταστροφής, δημεύει όλα τα κτήματα του Άθω. Και ότι ο Κομνηνός δημεύει όλη την εκκλησιαστική περιουσία για να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους».

Την εποχή της άλωσης, εξάλλου, υπήρχε έξαρση του μοναχισμού. «Σε όλη τη διαμάχη των ανθενωτικών οι καλόγεροι στα μοναστήρια της Πόλης και του Άθω ήταν πρώτοι. Είναι πολλοί και δεν πολεμούν. Αντίθετα με τους δυτικούς μοναχούς που μπορούν να φέρουν όπλα, οι ορθόδοξοι δεν μπορούν», σημειώνει η Ελληνίδα βυζαντινολόγος.

Διαβάστε περισσότερα... »